-
1 εὐάρεστος
A wellpleasing, acceptable, τὸ ἀγαθὸν εὐ. Cleanth.3.6; τινι LXX Wi.4.10, Ph. 2.69, 2 Ep.Cor.5.9, etc.; τισι Ath.Mitt.15.134 ([place name] Nisyrus); ;ἐν τοῖς ἀναλώμασι Inscr.Prien.114.15
(i B.C.): abs., ἀποδημία εὐ. Ph.2.77;θέλημα τοῦ θεοῦ Ep.Rom.12.2
; χρῆσις pleasant, Herod.Med. ap. Orib.5.27.20; σύμμαχοι prob.in PHib.1.15.26 ([comp] Comp., iii B.C.); τὸ εὐ. Ph.1.585. Adv. - τως, ἔργον συνετέλεσεν IG12(8).640.10
(Peparethus, ii B.C.): [comp] Comp. - οτέρως, διακεῖσθαί τινι X.Mem.3.5.5
( εὐαρεσκοτέρως codd.); -τως ἱερησάμενος SIG708.20
(Istropolis, ii B.C.), cf IPE12.94 ([place name] Olbia);λατρεύειν τῷ θεῷ Ep.Hebr.12.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐάρεστος
См. также в других словарях:
ευάρεστος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ο όσιος. Καταγόταν από επίσημη οικογένεια της Γαλατίας. Ήταν ασκητής της Μονής Στουδίου επί Λέοντα E’ του Αρμένιου. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Δεκεμβρίου.… … Dictionary of Greek